29 Μαΐου …
Ανάμνησης της θλιβεράς Αλώσεως της Βασιλίδος των πόλεων …
Βασιλεύς Βασιλέων Βασιλεύων Βασιλεύσι ,
Τρίτη 29 Μαΐου του 1453 μ.Χ. ,Της Αγιά Σοφίας …
Σημαίνει ο Θεός , σημαίνει η γης , σημαίνουν τα επουράνια ,
σημαίνει και η Αγιά Σοφία , το Μέγα Μοναστήρι ,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες ,
κάθε καμπάνα και Παπάς , κάθε Παπάς και Διάκος …
Ψάλλει ζερβά ο Βασιλιάς , δεξιά ο Πατριάρχης
κι απ’ την πολλή την ψαλμουδιά , εσειόνταν οι κολώνες …
Να μπούνε στο χερουβικό και να ‘βγει ο Βασιλέας ,
φωνή τους ήρθε εξ’ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα …
Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ Άγια ,
Παπάδες πάρτε τα Ιερά και ‘σεις κεριά σβηστείτε ,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει …
Μον’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά , να έρθουνε τρία καράβια ,
το ‘να να πάρει το Σταυρό και τ’ άλλο το Βαγγέλιο ,
το τρίτο το καλύτερο την ΄Αγία Τράπεζά μας ,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά , μη μας την μαγαρίσουν …
Η Δέσποινα ταράχθηκε και δάκρυσαν οι Εικόνες ,
Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις ,
πάλι με χρόνους , με καιρούς , πάλι δικά μας θα ‘ναι …….
Πάρθεν η Ρωμανία …
Έναν πουλίν , καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην ,
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια ,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον …
Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον ,
εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν , χαρτίν έχει γραμμένον ,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν , ουδ’ ο μητροπολίτης ,
έναν παιδίν , καλόν παιδίν , έρχεται κι αναγνώθει ,
Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει , σίτε κρούει την καρδίαν …
Αλί εμάς και βάι εμάς , πάρθεν η Ρωμανία ,
Μοιρολογούν τα Εκκλησιάς , κλαίγνε τα Μοναστήρια ,
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει , δερνοκοπιέται ,
Μη κλαίς , μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου , και δερνοκοπισκάσαι ,
Η Ρωμανία πέρασε , η Ρωμανία ‘πάρθεν ,
Η Ρωμανία κι αν πέρασεν , ανθεί και φέρει κι άλλο …….
Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης …
Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη ,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις ,
Εχάσασιν το σπίτιν τους , την Πόλιν την Αγία ,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους …
Τις το ‘πεν ; Τις το μήνυσε ; Πότε ‘λθεν το μαντάτο ,
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου ,
και κάτεργον το υπάντησε , στέκει και αναρωτά το ,
Καράβιν , πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις …
Έρκομαι ακ τα’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος ,
ακ την αστραποχάλαζην , ακ την ανεμοζάλην ,
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην ,
Εγώ γομάριν Δε βαστώ , αμέ μαντάτα φέρνω ,
κακά δια τους Χριστιανούς , πικρά και δολωμένα …….